- χοανοκύτταρο
- το, Νζωολ. καθένα από τα κύτταρα που επενδύουν τη γαστρική κοιλότητα τών σπόγγων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. choanocyte < choano- (< χοάνη) + -cyte (< κύτος «κοιλότητα») το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το -κύτταρο].
Dictionary of Greek. 2013.